ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΤΙΦΦΑΝΥΣ
«Απλώς τηλεφώνησα να πω σ’ αγαπώ…» λέει μελωδικά ο Στίβι Γουόντερ. Το γνωστό κι αγαπημένο τραγούδι παίζει τώρα στο ραδιόφωνο καθώς οδηγώ βραδινή ώρα, προς ξημέρωμα, στην παραλιακή, στο ύψος Λαιμού Βουλιαγμένης. Αυτές τις ήσυχες ώρες που σχεδόν οι δρόμοι είναι δικοί σου και μόνο μερικά αυτοκίνητα προσπερνούν, είναι οι καλύτερες στιγμές να ακούς μουσική και να χάνεσαι στις νότες. Πολλά μου φτιάχνουν την διάθεση και ένα από όλα είναι αυτό, μουσική εν ώρα οδήγησης. Με αυτό το τραγούδι έμαθα τον Στίβι Γουόντερ όταν ήμουν παιδί. Στις διαδρομές Τζιμπουτί – Αθήνα – Τζιμπουτί πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα στο εξοχικό σπίτι στα Μελίσσια. Ο κήπος μας χωριζόταν με έναν μαντρότοιχο από το διπλανό αίθριο του μπαρ-ρεστοράν και κάθε έντεκα βράδυ δυνάμωνε διακριτικά η μουσική.
Τα φώτα λιγόστευαν και άρχιζαν χρωματισμοί να γυαλίζουν πίσω από τον πετρόχτιστο τοίχο του κήπου σαν γιγάντια χωνάκια παγωτό που άγγιζαν τον ουρανό. Κάθε τέτοια ώρα άρχιζε το αγαπημένο μας τραγούδι και τρέχαμε με τον μεγαλύτερο αδελφό μου στον ψηλό τοίχο, στην άκρη του κήπου για να ακούμε καλύτερα τους στίχους. Ο αδελφός μου έπαιρνε τη ξύλινη καρέκλα που ήταν πάντα έξω από μια χτιστή πέτρινη αποθηκούλα και ανέβαινε να κοιτάζει τι συμβαίνει στο μπαρ. Ζευγάρια χόρευαν αγκαλιασμένα μπλουζ, άλλοι έπιναν το ποτό τους και η ατμόσφαιρα ήταν μαγευτική στα μάτια του. Δυστυχώς εγώ δεν έφτανα να δω τη μουσική διασκέδαση· παρά μόνο φανταζόμουν, κοιτώντας ψηλά τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό που με σκέπαζε μαζί με τα απαλά χρώματα που ιρίδιζαν από τα φωτορρυθμικά του μπαρ.
Απόψε στο Tiffany’s, στο Τζιμπουτί. Βρεθήκαμε πρώτη φορά μικρά παιδιά κατά τις εννέα το βράδυ. Η ντίσκο του πατέρα μας δεν είχε ανοίξει ακόμα. Στη διαδρομή, νωρίτερα, πλήθος από ντόπιους έρρεε σαν εκστασιασμένο προς μία κατεύθυνση. Το τρένο ερχόταν και όλοι έτρεχαν σαν κοπάδι να προμηθευτούν το Khat. Η πρασινάδα που μασουλούσαν όλη μέρα και που τους ενθουσίαζε δημιουργούσε από το συνεχές μάσημα ένα πράσινο-βατραχί χρώμα στο στόμα τους· όποτε το άνοιγαν να μιλήσουν έβλεπες τα λιωμένα φρέσκα φύλλα πολτοποιημένα και κολλημένα στο νυσταλέο μα γεμάτο ευφορία χαμόγελό τους. Από την άλλη τα παιδιά τους ρουφούσαν πορτοκαλί γρανίτα, κατεψυγμένη σε νάιλον σακουλάκι. Περάσαμε κι από το σπίτι μιας γειτονικής φίλης που πάντα έλεγε ότι ήταν “τοπιτσίστρια” και προτιμούσε τα είδη του τόπου της, γι’ αυτό ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα της σύντομα. Επέμενε να μας καλέσει για γλυκό, που όπως μας είπε το είχε φτιάξει η ίδια με τα χεράκια της. Ήταν μια περίτεχνη τούρτα, τόσο τέλεια, σαν αγορασμένη από ζαχαροπλαστείο. Πράγματι ήταν άψογη τούρτα, αποδείχτηκε και από το πεταμένο άδειο κουτί του ζαχαροπλαστείου που προεξείχε από τον κάδο έξω από το σπίτι της. Τουλάχιστον δεν κουράστηκε η γυναίκα· έτσι κι αλλιώς τοπικά προϊόντα της πατρίδας της δεν νομίζω να έβρισκε στο Τζιμπουτί.
Στο Tiffany’s πήγαμε νωρίς για να δούμε τον χώρο. Άλλωστε δεν ήταν μέρος για μικρά παιδιά. Κάθε βράδυ ο κόσμος λικνιζόταν ρυθμικά και δροσιζόταν με μεθυστικά κοκτέιλ και ουίσκι. Whyte & Mackay και Bell’s, εικόνες που δεν ξεχνιούνται. Η χρυσή χάρτινη καμπανούλα του Bell’s, κρεμασμένη με χρυσό κορδονάκι στο λαιμό του μπουκαλιού ήταν αυτό που ήξερε ο πατέρας μου ότι μου άρεσε πολύ και μου το έδινε για τη συλλογή μου. Μερικούς δρόμους πιο κάτω, προς το λιμάνι και κοντά στον ιερό ναό, που βαφτίστηκα, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ήταν το Mocambo, μια άλλη ντίσκο· της οποίας έχω την αναμνηστική βαμβακερή άσπρη μπλούζα με το λογότυπο. Έχει σχεδιασμένη με μαύρο μελάνι το ολόσωμο προφίλ μιας γυμνής γονατιστής γυναίκας με άφρο μαλλιά. Οι Έλληνες φίλοι πάντα χόρευαν και τώρα τους φανταζόμουν εδώ, κάτω από την γυαλιστερή, ασημένια, τεράστια ντισκομπάλα.
Γύριζε ήδη και τα καθρεφτάκια της απλωνόντουσαν σε όλες τις επιφάνειες. Κι εδώ χρωματιστά φώτα γύριζαν ονειρικά δημιουργώντας ένα διασκεδαστικά ομιχλώδες σκηνικό. Ο DJ, σε υπερυψωμένο σημείο στο βάθος της αίθουσας, ετοίμαζε τα πικάπ και μας παρότρυνε να ανέβουμε τα σκαλιά για να μιλήσουμε στο μικρόφωνο.
Μεγάλη τιμή για πεντάχρονο παιδάκι και με δέος είπα συνεσταλμένα μία λέξη, μετά τον αδελφό μου, στο μικρόφωνο. Ήταν η λέξη ciel (ουρανός στα γαλλικά). Ω τι ευτυχία! Ακούσαμε τη φωνή μας στα ηχεία, πολύ συναρπαστικό! Κι ύστερα έπαιξε το διαχρονικό “I Just Called To Say I Love You” και ο Stevie Wonder μπήκε στην καρδιά μας. Αυτό ήταν! Ξέροντας πως κανένας δεν κοιτάζει βρέθηκα στο κέντρο τής χορευτικής πίστας κοιτώντας την καθρέφτινη μπάλα να αιωρείται κυκλικά πάνω απ’ το κεφάλι μου, έκλεινα τα μάτια μου και αποθήκευα την νέα οπτικοακουστική εμπειρία μου:
“ I just called to say I love you
I just called to say how much I care
And I mean it from the bottom of my heart ”
Κάθε φορά που σκέφτομαι κάποιον άνθρωπο, αυτό το τραγούδι με συντροφεύει. Αν ζούμε αληθινά μόνο κάποιες ώρες της ζωής μας, αυτές είναι οι ώρες που τροφοδοτούν τις σκέψεις μας. Αυτές που θυμόμαστε. Το ίδιο συνέβη κι απόψε. Ένα τραγούδι μού θυμίζει το Τζιμπουτί, στο Tiffany’s που το πρωτοάκουσα με τους δικούς μου και ύστερα στα Μελίσσια με τον αδελφό μου να σκαρφαλώνει για να δει τη ζωή πίσω από τον τοίχο.
Οδηγώ στη φωτισμένη Ποσειδώνος και θυμάμαι τον άφωτο ουρανό εκείνο το βράδυ στο Τζιμπουτί όταν βγήκαμε από το Tiffany’s. Στους Τζιμπουτιανούς δρόμους δεν είχε πολύ φως τις νύχτες. Ο πραγματικός φωτισμός, που έκανε τα μάτια μας να μισοκλείνουν, ήταν κυρίως από κάποια κινέζικα μαγαζιά που ετοίμαζαν τα εμπορεύματά τους.
Αφού αυτές οι στιγμές της παιδικής μας ηλικίας ξαναζωντανεύουν μέσα μας, θα αντλούμε ελπίδα κι όταν όλα θα μοιάζουν να πηγαίνουν στραβά θα κλείνουμε τα μάτια και θα ονειρευόμαστε στιγμές που θα έρθουν, καλύτερες.
Πριν ξημερώσει έφτασα σπίτι μου. Κοιτώντας την βαμβακερή μπλούζα Mocambo θυμάμαι το Tiffany’s και πάντα τον Γιώτη. Και από το Tiffany’s στον Στίβι για να μας θυμίζει πως στην άλλη άκρη του τηλεφώνου υπάρχει κάποιος που μας σκέφτεται, ακόμα κι αν δεν τηλεφωνεί τελικά.
Ειρήνη Σαββαίδη
(τα άρθρα του www.xereteoti.com είναι προσφορά του Σταύρου Βινιεράτου)